απομισθος

απομισθος
    ἀπόμισθος
    ἀπό-μισθος
    2
    1) не получивший жалования Lys., Xen., Dem.
    2) получивший расчет, уволенный Plut.
    

ἀ. γίγνεται παρά τινος Dem. — его увольняет кто-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απομισθος" в других словарях:

  • απόμισθος — ἀπόμισθος, ον (Α) 1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος 2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν 3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του …   Dictionary of Greek

  • ἀπόμισθος — away from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόμισθον — ἀπόμισθος away from masc/fem acc sg ἀπόμισθος away from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομίσθους — ἀπόμισθος away from masc/fem acc pl ἀ̱πομίσθους , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομίσθων — ἀπόμισθος away from masc/fem/neut gen pl ἀ̱πομίσθων , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱πομίσθων , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόμισθοι — ἀπόμισθος away from masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»